- υπουλώ
- -έω, Μ [ύπουλος]παθ. ὑπουλοῡμαι, -έομαιγίνομαι όργανο, κατάσκοπος κάποιου.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὑπούλῳ — ὕπουλος extending inwards masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπούλωι — ὑπούλῳ , ὕπουλος extending inwards masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατατρώγω — ((AM κατατρώγω) (επιτ. τ. τού τρώγω) 1. τρώγω κάτι μέχρι τέλους, εντελώς 2. καταβροχθίζω 3. μτφ. βασανίζω εξαντλητικά, κατατρύχω (α. «τόν κατατρώγει ο φθόνος» β. «κατατρωγόμενος κόλακι, θηρίῳ ὑπούλῳ», Ευστάθ.) 4. μτφ. ασωτεύω, σπαταλώ νεοελλ. μτφ … Dictionary of Greek